...γράφει η Tsakoniati Styliani, MSc
Ο όρος επιθετικότητα είναι ιδιαίτερα δύσκολο να διατυπωθεί όπως επίσης και οι παράγοντες που προκαλούν την εκδήλωσή της, ενώ παράλληλα εμπλέκονται ποικίλα επιστημονικά πεδία στη διερεύνησή της. Σύμφωνα με τη θεωρητική προσέγγιση, οι συντελεστικοί παράγοντες, η φύση και ο ορισμός της επιθετικότητας έχουν διατυπωθεί με ποικίλες και τις περισσότερες φορές αντιφατικές απόψεις. Ωστόσο, δεν υπάρχει οποιοσδήποτε προσδιορισμός που να μην προκαλεί επιφυλάξεις αναφορικά με την πληρότητά του. Επιπρόσθετα, ο όρος επιθετικότητα χαρακτηρίζεται από αοριστία και γενικότητα για αυτό και είναι δύσκολο να διατυπωθεί τόσο ο όρος όσο και το πλαίσιο καθορισμού της (Ταρατόρη & Χατζηδήμου, 1997 στο Γραίκος, 2016), από τη στιγμή που εξαρτάται από ποικίλους παράγοντες, όπως τις προσωπικές στάσεις και ιδεολογίες, την κουλτούρα, τον πολιτισμό, και τη διαφοροποιημένη οπτική εξέτασης του συμβάντος εκδήλωσης επιθετικότητας, αναλογικά με τη θέση – ρόλος στην ομάδα, κοινωνική θέση - του θύματος, του δράστη (Ζάχαρης, 2003· Παπαδοπούλου & Μαρκουλής, 1986). Συγχρόνως, από την πλευρά της πολιτιστικής διάστασης του φαινομένου ο χαρακτηρισμός συμπεριφοράς ως επιθετικής είναι συνυφασμένος με την κρίση και άποψη του παρατηρητή, όπου σχετίζεται άμεσα με το φύλο του, το μορφωτικό του επίπεδο, τα βιώματά του, τον πολιτισμό από τον οποίο προέρχεται καθώς και από τους παράγοντες - τις ζημιογόνες επιπτώσεις για τον αποδέκτη, τις συνθήκες στο πλαίσιο των οποίων έγινε η επιθετική συμπεριφορά, αλλά και το ρόλο στην ομάδα, την κοινωνική θέση όπου κατέχει το θύμα και ο θύτης - (Καλατζή-Αζίζη & Ζαφειροπούλου, 2004· Ζάχαρης, 2003). Τέλος, η διαφορετική εννοιολογική αποσαφήνισή του στις διάφορες γλώσσες και κράτη δυσκολεύει την αποτύπωση του όρου (Αντωνίου & Κουτσούκου, 2011).
Για την προέλευση της επιθετικότητας οι σχετικές θεωρίες που θα μπορούσαν να καταγραφούν είναι οι εξής (Bandura, 1973 στο Ζάχαρης, 2003):
· Οι θεωρίες ψυχανάλυσης και εθολογίας. Στο πλαίσιο αυτών των θεωριών η επιθετικότητα αποκτά την ιδιότητα της ανθρώπινης φύσης. Γίνεται αντιληπτή ως βασικό χαρακτηριστικό του ατόμου, το οποίο είναι συνδεόμενο με την ανθρώπινη σεξουαλικότητα. Ως βιολογικός παράγοντας η επιθετικότητα πηγάζει από το ένστικτο της επιβίωσης και της αυτοσυντήρησης και γίνεται αντιληπτή ως αντίδραση, από τη στιγμή που απειλείται η ασφάλεια του ατόμου.
· Θεωρία της κοινωνικής μάθησης. Στο πλαίσιο αυτής της θεωρίας η επιθετικότητα είναι αποτέλεσμα κοινωνικών παρεμβάσεων. Τα δε πρότυπα του κοινωνικού περίγυρου και οι κοινωνικοί παράγοντες ευθύνονται που ένα άτομο εκδηλώνει επιθετική συμπεριφορά.
Ωστόσο, η επιθετικότητα μπορεί να διακριθεί 1) στη συντελεστική κατηγορία η οποία αναφέρεται σε επιθετικές πράξεις οι οποίες δεν στοχεύουν στην ολοκλήρωση επιθετικών στόχων, όπως είναι η επιβολή της τιμωρίας στα παιδιά από τους γονείς έτσι ώστε να επιτευχθούν συγκεκριμένοι παιδαγωγικοί στόχοι 2) στην εχθρική κατηγορία, στο πλαίσιο της οποίας υπάρχει εσκεμμένη πρόθεση ενός ατόμου να βλάψει κάποιο άλλο άτομο και 3) στη παρορμητική κατηγορία στην οποία δεν συμπεριλαμβάνεται η σκοπιμότητα και ούτε η συχνότητα της πράξης της επιθετικότητας (Γραίκος, 2016).
Είναι αποδεκτό πως η επιθετικότητα αποτελεί μια δίσημη έννοια (Χηνάς & Χρυσαφίδης, 2000). Από τη μία μεριά η επιθετικότητα διαφοροποιείται σε επιθετικότητα ως «λειτουργική επιθετικότητα», η οποία έχει ως στόχο το άτομο να προβεί σε ενέργειες διεκδίκησης και το οποίο χαρακτηρίζεται από δυναμισμό καταφέρνοντας έτσι να ικανοποιήσει τις ανάγκες του. Από την άλλη μεριά η επιθετικότητα διαφοροποιείται σε «εχθρική ή βίαιη επιθετικότητα» στο πλαίσιο της οποίας το άτομο έχει την πρόθεση να βλάψει κάποιο άλλο άτομο (Χηνάς & Χρυσαφίδης, 2000 ·Κοντοπούλου, 2007). Με άλλα λόγια, η πρώτη έννοια διερευνά την επιθετικότητα σαν ένα στοιχείο το οποίο είναι στη φύση του ατόμου και το οποίο εκφράζεται με τρόπο άμεσο με ασυνείδητο τρόπο τις περισσότερες φορές, ενώ η δεύτερη έννοια αναφέρεται στην αντικειμενική εκτίμηση των παρατηρητών και στο είδος των αντιδράσεων.
Σχετικά με τη θεώρηση της επιθετικότητας ως «λειτουργική» ή διαφορετικά ως «ενόρμηση», αυτή γίνεται κατανοητή σαν μία ιδιότητα που έχει το άτομο και η οποία διακρίνει όλα τα ζωικά είδη και εκδηλώνεται με έναν μοναδικό τρόπο εξαρτώμενη και ανάλογα με το φύλο, την ηλικία, τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του κάθε ατόμου και την πολιτισμική προέλευση. Ο όρος επιθετικότητα σύμφωνα με τον Herbert (1998, στο Ringrose, 1999) περιλαμβάνει όλες τις μορφές τις οποίες φανερώνει το άτομο στην μεγάλη του προσπάθειά να διεκδικήσει και όλες τις ενέργειες που στοχεύουν στην άσκηση ελέγχου επάνω στο περιβάλλον. Βάση αυτής της τοποθέτησης γίνεται αντιληπτό πως η επιθετικότητα δεν είναι αποτέλεσμα μόνο αρνητικών στοιχείων, αλλά και θετικών. Ωστόσο, η συμπερίληψη της έννοιας της διεκδίκησης (για παράδειγμα ενός προνομίου, αντικειμένου, χώρου και άλλα) αποτελεί σημαντικό στοιχείο προκειμένου να επιβιώσει το άτομο. Η αποκάλυψη δε της διεκδίκησης προωθεί την επίδειξη πρωτοβουλία αλλά και υγιούς ανταγωνισμού ανάμεσα στα άτομα (Ringrose, 1999).
Προτεινόμενες βιβλιογραφικές αναφορές για ανάγνωση
Ελληνόγλωσση
Αντωνίου,
Α.-Σ. & Κουτσούκου, Η. (2011). Μορφές βίας και επιθετική συμπεριφορά
στα τηλεοπτικά
προγράμματα - Προτάσεις προστασίας της ψυχικής υγείας των ανήλικων τηλεθεατών
στην Ελλάδα. Παιδαγωγικός Λόγος, Τόμος ΙΣΤ’, 2, 11–22.
Γραίκος,
Ν. (2016). Σχεδιασμός ενδοσχολικών δράσεων πρόληψης και αντιμετώπισης
της επιθετικής
συμπεριφοράς στο σχολείο. Οι ρόλοι των Συλλόγων Διδασκόντων, των γονέων και του
Σχολικού Συμβούλου. Πρακτικά συνεδρίου.
Σχολική βία και εκφοβισμός. Περιφερειακή διεύθυνση εκπαίδευσης κεντρικής
Μακεδονίας. Θεσσαλονίκη.
Ζάχαρης, Δ. (2003). Επιθετικότητα και Αγωγή. Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα
Καλατζή-Αζίζη, Α. & Ζαφειροπούλου,
Μ. (2004). Προσαρμογή στο σχολείο:
Πρόληψη και Αντιμετώπιση Δυσκολιών
στο σχολείο. Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα.
Παπαδοπούλου, Δ. & Μαρκουλής, Δ. (1986). Θετικές και αρνητικές μορφές
κοινωνικής συμπεριφοράς. Θεσσαλονίκη: Άφων Κυριακίδη.
Χηνάς, Π. & Χρυσαφίδης, Κ. (2000). Επιθετικότητα στο σχολείο: Προτάσεις για
πρόληψη και αντιμετώπιση. ΥΠΕΠΘ 2000. Διαθέσιμο στο διαδίκτυο: http://www.pi-schools.gr/download/lessons/social/entypa/epithet1.pdf
Ξενόγλωσση
Ringrose,
H. J. (1999). M. Herbert (1998). Clinical Child Psychology. Social
Learning, Development and Behaviour, 2nd edn. Chichester: Wiley (414 pp). Clinical Psychology & Psychotherapy, 6(5), 415–415. doi: 10.1002/(sici)1099-0879(199911)6:5<415::aid-cpp220>3.0.co;2-w
