Διαβάστε εδώ πως ξεκίνησε η ιστορία της μικρής Γελοκοτσιδού...
Η Γελοκοτσιδού ( συνέχεια…)
Τοκ, τοκ…
«Ναι; Ποιος είναι;»
«Eγώ μαμά. Εγώ! Η Γελοκοτσιδού σου» είπε η Αριάδνη ενώ είχε ήδη φτάσει με τον Ορφέα στο σπίτι της.
Και τότε η πόρτα άνοιξε.
«Κάτσε κορίτσι μου να φορέσω τα γυαλιά μου», είπε. Η γιαγιά πλέον, Δέσποινα, μαμά της Αριάδνης, η οποία από τη στιγμή που είδε την Αριάδνη δεν την άφηνε από την αγκαλιά της.
«Τρόμαξα που ήσουν;» τη ρώτησε ενώ την έσφιγγε όλο και πιο πολύ. «Έψαξα παντού! Όλο τον κόσμο ρώτησα! Που ήσουν; Εσύ ποιος είσαι, αγόρι μου;» είπε στο ξανθό αγόρι που στεκόταν δίπλα στην κόρη της. «Πάμε μέσα και θα σου πούμε» απάντησε η Αριάδνη στη μαμά της και της έκανε νόημα να μπουν μέσα στο σπίτι. Πόσα χρόνια έχει να επιστρέψει σπίτι της; Και αυτή τη φορά ήταν παρέα με έναν ήρωα. Με τον δικό της ήρωα που με μία του κουβέντα κατάφερε να σπάσει την κατάρα της μάγισσας.
«Εσένα δεν θα σε πετάξω. Εσένα, σε αγαπάω. Έτσι μου είπε μαμά και να ‘μαι πάλι, η Γελοκοτσιδού σου» της είπε πειράζοντας όλο νάζι τις κοτσίδες της. Και κάπως έτσι η μαμά Δέσποινα άκουσε την ιστορία από την αρχή.
«Γλυκιά μου Γελοκοτσιδού, να ξεκουραστείς και αύριο όπως είπαμε» της είπε ο Ορφέας.
«Τι έγινε;» ρώτησε όλο αγωνία η μαμά.
«Έχουμε μία αποστολή, μανούλα» απάντησε η Αριάδνη και έκλεισε το μάτι της μαμάς της ενώ ο Ορφέας ετοιμαζόταν να επιστρέψει σπίτι του.
Και κάπως έτσι το επόμενο πρωινό έφτασε με τον Ορφέα να χτυπά την πόρτα της Αριάδνης. Αυτή τη φορά μαζί με την κιθάρα του.
«Έτοιμη μικρή μου πριγκίπισσα;» της είπε.
«Να προσέχετε παιδιά μου. Αριάδνη το καθρεφτάκι σου, ορίστε» είπε η μαμά ενώ έβαλε στην τσάντα της Αριάδνης ένα μικρό μαγικό καθρεφτάκι. «Το καθρεφτάκι αυτό, αγόρι μου, της το είχε δώσει η γιαγιά της όταν η Αριάδνη ήταν μικρό κορίτσι. Με το καθρεφτάκι αυτό, η Αριάδνη θα μπορεί να κάνει μία ευχή της πραγματικότητα. Θα μπορεί όμως να το χρησιμοποιήσει μόνο μία φορά στη ζωή της. Νομίζω ήρθε η ώρα!»
«Αν κάποια στιγμή συμβεί να φοβηθείτε να δώσετε στη Σάρα όλο και περισσότερη αγάπη» είπε η μαμά.
«Όταν φοβόμαστε για κάτι, τότε εμείς αυξάνουμε την αγάπη» απάντησε η Αριάδνη. Είχε μάθει καλά τη συμβουλή της μαμάς.
Και τότε τα παιδιά ξεκίνησαν για το σπίτι της Σάρας. Ενώ προχωρούσαν, συνάντησαν έναν γεράκο με άσπρα μαλλιά. Ήταν ένας γεράκος ταλαιπωρημένος, κουρασμένος. Περπατούσε και έσκυβε. Περπατούσε με δυσκολία. Φορούσε κάτι παλιά ρούχα.
«Που πάτε; Δεν έχει σπίτια από κει. Ούτε δρόμο. Αδιέξοδο είναι. Μπας και χαθήκατε;» τους ρώτησε.
«Πάμε σωστά. Ευχαριστούμε» απάντησε το ευγενικό αγόρι.
«Να προσέχετε γλυκά μου. Είναι επικίνδυνη!»
Και όλο πλησίαζαν, πλησίαζαν. Το σπίτι πια, φαινόταν ξεκάθαρα. Ο Ορφέας δυνατός και σίγουρος. Η Αριάδνη έχει παγώσει. Φοβάται, τρέμει. Θυμάται τη μέρα εκείνη που μεταμορφώθηκε σε πέτρα. Τώρα πάλι, είναι στο ίδιο σημείο. Πλησιάζει στο ίδιο σημείο. Αυτή τη φορά δίπλα της, ο Ορφέας. Τότε γυρίζει , τον κοιτάει στα μάτια και ενώ προσπαθεί να πει το «Φοβάμαι», ο Ορφέας της λέει «Ένα, δύο, τρία, μαζί». Και τότε οι δύο φωνές ακούστηκαν σαν μία.
«Όταν
φοβόμαστε για κάτι, τότε εμείς αυξάνουμε την αγάπη!!!!!».
Το τρομακτικό σπίτι είναι πλέον μπροστά τους. Και γύρω από αυτό, ξερά δέντρα.
«Να χτυπήσουμε την πόρτα» λέει η Αριάδνη.
«Να τραγουδήσουμε» προτείνει Ορφέας και την πείθει.
Και τότε βρίσκουν ένα πεζούλι, κάθονται και Ορφέας πιάνει στα χέρια του την κιθάρα.
«Το τραγούδι μας, το θυμάσαι;» της λέει. Τότε, τα δύο παιδιά νιώθουν ένα χάδι στο κεφάλι. Σηκώνουν το βλέμμα τους και βλέπουν τη Χρυσανθέμη να τους χαϊδεύει το κεφάλι και να τους χαμογελά.
«Είμαστε στο
σωστό σημείο» ψιθυρίζει η Αριάδνη ενώ ο
Ορφέας είναι έτοιμος για το τραγούδι. Μα τότε στα ξαφνικά, ξέσπασε μία φωτιά
δυνατή. Οι επιλογές ήταν δύο. Το σίγουρο όμως ήταν ένα. Ο καθρέφτης της
Αριάδνης πλέον, θα έδινε τη λύση. Τα παιδιά ή θα ζητούσαν να πάνε σπίτι τους και εκεί να καούν
όλα ή να σταματήσουν τη φωτιά. Η δύναμη ήταν πλέον στα χέρια των παιδιών και όχι
στο χέρι της μάγισσας. Το σπίτι της μάγισσας κινδύνευε για τα καλά. Και τότε η
Αριάδνη άνοιξε τη τσάντα της και έπιασε στα χέρια της τον μαγικό καθρέφτη και
όλο αποφασιστικότητα είπε:
«Καθρέφτη, καθρεφτάκι μου
την πυρκαγιά να σβήσεις
και τις καρδούλες όλων μας
αγάπη να γεμίσεις».
Και με το ένα, δύο, τρία, η φωτιά σταμάτησε και τα δέντρα άνθισαν. Το τοπίο άλλαξε μεμιάς. Ένα ανθισμένο τοπίο και ένα πανέμορφο σπίτι ήταν πλέον μπροστά τους.
Η πόρτα του σπιτιού άνοιξε και βγήκε από μέσα μία όμορφη γυναίκα. Και ναι, ήταν η Σάρα. Μα δεν ήταν μάγισσα πια. «Τι συνέβη; Πώς έγινε;» ρώτησε όλο απορία ενώ πριν ένα λεπτό φοβόταν πως το σπίτι της έπαιρνε φωτιά.
«Η Αριάδνη. Εγώ είμαι» της απάντησε όλο θάρρος το μικρό κορίτσι.
«Εσείς; Μα σας έκανα τόσο κακό και εσείς με βοηθήσατε και τώρα πια, δεν είμαι μάγισσα. Σας ευχαριστώ πολύ για αυτό». Τότε τα παιδιά την πλησίασαν, της έδωσαν το χέρι, πιάστηκαν όλοι μαζί και είπαν δυνατά:
«Όταν
φοβόμαστε για κάτι, τότε εμείς αυξάνουμε την αγάπη!!!!!»
