Η Κουνουποζουζουνίτσα
Μια φορά και έναν καιρό ήτανε που λέτε ένα τόσο δα κουνουπάκι, η Κουνουποζουζουνίτσα. Ζούσε με τη μητέρα της την Κουνούπω και τα αδέρφια της σε ένα πολύχρωμο ζαχαρένιο χωριό. Ήταν η πιο μικρή στην οικογένεια μα και η πιο πρόθυμη.
Γιατί; Θα σου πω αμέσως. Αν κάποιος χρειαζόταν βοήθεια η Κουνουποζουζουνίτσα έτρεχε πρώτη. Βοηθούσε ακόμα και όσους την κορόιδευαν λόγω του ονόματος της. «Κούνουνια» την φώναζαν και όλο γελούσαν.
Οι μέρες περνούσαν ζαχαροήσυχα μέχρι που μία μέρα, ένα βράδυ
για την ακρίβεια, η μαμά Κουνούπω αρρώστησε βαριά. Ξάπλωσε στο κρεβάτι της και δε
μπορούσε να κουνηθεί. Ούτε αριστερά μα ούτε και δεξιά. Συμφορά για την οικογένεια. Τότε η μαμά Κουνούπω ζήτησε τη βοήθεια της κόρης της.
«Έλα Κουνουποζου…» δε πρόλαβε να τελειώσει τη φράση και η μικρή είχε ήδη φτάσει.
«Πες μου μανούλα!»
«Δεν είμαι καλά. Χρειάζομαι αίμα. Μόνο τότε θα γίνω ξανά καλά!»
«Και τι να κάνω για σένα;»
«Θα πας σε ένα σπίτι που ζουν άνθρωποι. Με τις βελόνες σου, τσουφ, θα μου φέρεις λίγο αίμα που το έχω ανάγκη. Και πήγαινε γρήγορα. Τρέξε γιατί ζαλίζομαι πολύ».
Και με το ένα,
δύο, τρία η Κουνουποζουζουνίτσα είχε ήδη φτάσει στο σπίτι της Νεφέλης. Ήταν το
πιο κοντινό σπίτι της γειτονιάς.
Το μικρό
κουνουπάκι τρύπωσε από το ανοιχτό παράθυρο του δωματίου της Νεφέλης. Εκείνη την
ώρα, η μητέρα της την έβαζε για ύπνο. Για κακή τύχη της Κουνουποζουζουνίτσας, η
μητέρα της Νεφέλης την είδε. Κλακ από ‘δω, κλακ από ‘κει. Μα τελικά η μικρόσωμη
κουνουπίτσα κρύφτηκε πάνω στη βιβλιοθήκη της μικρής και έτσι κατάφερε να
ξεφύγει.
«Αχ, το άτιμο μου ξέφυγε!
Πόσες φορές σου έχω πει ότι το παράθυρο πρέπει να είναι κλειστό γιατί μπαίνουν διάφορα
έντομα μέσα; Αν το ξαναδείς, φώναξε με» είπε η μαμά στη Νεφέλη και έκλεισε το
ανοιχτό παράθυρο. Την ξάπλωσε στο κρεβάτι, την καληνύχτισε και έφυγε για την
κουζίνα γιατί είχε αφήσει το γλυκό στη μέση.
Μόλις έκλεισε η
πόρτα του δωματίου, η Κουνουποζουζουνίτσα ξετρύπωσε δειλά-δειλά και πλησίασε το
μικρό κορίτσι.
«Νάτο! Πάλι βγήκε.
Μα…» πήγε να φωνάξει τη μαμά της και αμέσως σηκώθηκε από το κρεβάτι.
«Σσς! Όχι! Όχι!
Όχι! Μη φωνάξεις! Η μαμά σου θέλει να με σκοτώσει!»
«Μα εσύ τσιμπάς!
Μα…» έκανε μία δεύτερη απόπειρα να φωνάξει τη μαμά της μα το κουνούπι τη
σταμάτησε και πάλι.
«Άκουσε με πρώτα»
«Εντάξει λοιπόν,
σε ακούω! Αλλά κάτσε πιο μακριά γιατί φοβάμαι τις βελόνες σου».
Διαβάστε και ακούστε το παραμυθάκι
Η Κουνουποζουζουνίτσα
έκανε δυο βήματα προς τα πίσω και η μικρή ηρέμησε.
«Πόσο αγαπάς τη
μαμά σου;» ρώτησε το κουνούπι.
«Πολύ»
«Ωραία! Επειδή και
εγώ αγαπώ πολύ τη μαμά μου άκουσε με! Η δική μου η μαμά είναι άρρωστη. Βαριά.
Και θα γίνει καλά μόνο αν μου επιτρέψεις και τσιμπήσω λίγο αιματάκι από το χεράκι σου!»
«Και τι θα το
κάνεις το αίμα μου;»
«Θα το πάω σε
εκείνη και αμέσως θα γίνει καλά! Σε παρακαλώ…!»
«Βρες άλλο
παιδάκι. Εμένα δε μου αρέσει να με τσιμπάνε!»
«Αν μ’ αφήσεις, θα
δεις ότι δε θα πονέσεις. Είναι για τη μανούλα μου, σου είπα. Θα είσαι ο ήρωας
της μετά από αυτό»
«Σου λέω άφησε με. Δε θέλω να με τσιμπάνε! Αν δε φύγεις θα φωνάξω τη μαμά μου».
Μα το κουνουπάκι
δε το ‘βαζε κάτω. Επέμενε. Εκεί μέχρι να την πείσει. Έστυβε το μικρό του
μυαλουδάκι μέχρι να βρει κάτι καλό να της πει.
«Δώσε μου λίγο αίμα να σώσω τη μανούλα μου και στο υπόσχομαι. Δε θα ξαναέρθουμε σπίτι σου! Θα φύγουμε πολύ μακριά»
Τη παρακάλεσε η Κουνουποζουζουνίτσα και έπεσε στα γόνατά της. Τότε η Νεφέλη θυμήθηκε τη δική της τη μαμά και το ατύχημα που έπαθε πέρσι. Είχε χτυπήσει με το αυτοκίνητο και πήγε στο νοσοκομείο. Εκεί ευτυχώς βρέθηκε ο κος Γιάννης που έδωσε αίμα και έτσι εκείνη κατάφερε να σωθεί. Με τις σκέψεις αυτές, ένα δάκρυ κύλισε στο μάγουλο της μικρής. Σκούπισε με το χέρι της το δάκρυ και συγκινημένη άφησε την Κουνουποζουζουνίτσα να της πάρει αίμα. Κάθισε στο κρεβάτι της και άπλωσε το χέρι της. Η Κουνουποζουζουνίτσα πήρε το αίμα που χρειαζόταν, και ευχαρίστησε τη Νεφέλη.
«Σε κουνουποευχαριστώ, σε κουνουποευχαριστώ. ζζζζ»
«Σσσς! Θα σε ακούσει η μαμά μου!»
Το κορίτσι σηκώθηκε από το κρεβάτι της, άνοιξε το παράθυρο και άφησε το κουνούπι να φύγει.
«Αντίο»
«Γεια σου μικρή μου»
Έπειτα έκλεισε και πάλι το παράθυρο και ξάπλωσε. Δε πέρασε ένα λεπτό και αποκοιμήθηκε.
Το κουνούπι από
την άλλη ξεκίνησε το σφύριγμα από τη χαρά του. Πολύ γρήγορα έφτασε στη μητέρα
της.
«Μανούλα στο
‘φερα!» της είπε τόσο ενθουσιασμένη και
αφού της έβαλε το αίμα με τις βελόνες της η μαμά Κουνούπω στάθηκε και πάλι στα
πόδια της.
«Σε ευχαριστώ
γλυκό μου. Οι άνθρωποι προσπαθούν να μας σκοτώσουν. Μας ψεκάζουν με εντομοκτόνα
εμάς τα έντομα. Και εσύ μπήκες μέσα σε ένα σπίτι, και μου έφερες ό,τι σου
ζήτησα. Είσαι πολύ γενναίο κορίτσι»
«Για τη γλυκιά
μανούλα μου όλα τα προσπαθώ!» της είπε και ύστερα της εξήγησε τη συμφωνία της
με τη Νεφέλη.
«Σε ευχαριστώ! Αυτό που κατάφερες ήταν κάτι πολύ σπουδαίο. Και όσο για το μικρό κορίτσι, από τη στιγμή που δέχτηκε να μας βοηθήσει πρέπει και εμείς να τηρήσουμε την υπόσχεση αυτή. Αύριο κιόλας, πρωί πρωί θα φτιάξουμε βαλίτσες και θα μετακομίσουμε για άλλη πόλη».
Έτσι και έκαναν το επόμενο πρωί. Από τότε πολλοί επιστήμονες έρχονται και ξαναέρχονται σε αυτή τη περιοχή για να ερευνήσουν, λέει, και να μάθουν γιατί έχουν εξαφανιστεί τα κουνούπια. Μόνο η οικογένεια Κουνουπών ήξερε αυτό το μυστικό μα δε το μαρτύρησε μέχρι σήμερα σε κανέναν.
Μια όμορφη ιστορία που προβληματίζει τον αναγνώστη για το ομορφότερο συναίσθημα που μπορεί να νιώσει μια κόρη για τη μαμά της, την αγάπη. Το ερώτημα είναι ως που μπορεί να φτάσει αυτή η αγάπη; Τι είμαστε, τελικά, ικανοί να κάνουμε για τη μαμά, τον μπαμπά, τ' αδέρφια, τους φίλους και γενικότερα την οικογένεια μας; Μια τρυφερή ιστορία της Βασιλικής Βεντουρή
Προτεινόμενη δραστηριότητα φιλαναγνωσίας
Πως φαντάζεστε την Κουνούπω, την Κουνουποζουζουνίτσα και τη Νεφέλη; Αφήστε τη φαντασία σας ελεύθερη, πιάστε τα χρώματα και φτιάξτε τις ηρωίδες του παραμυθιού. Έπειτα, στείλτε μας από μια έως 101 εικόνες για να τις δημοσιεύσουμε στην ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΗ ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΗ ΓΝΩΣΗ.