Βασικές αρχές διαχείρισης της αποκάλυψης της κακοποίησης
Έπειτα από την πρώτη αποκάλυψη του ανήλικου παιδιού για την κακοποίηση του, είναι σημαντικό να ακολουθήσουμε τις εξής βασικές αρχές:
από τη στιγμή που το παιδί αναφέρει την κακοποίηση του, είναι ιδιαίτερα σημαντικό να δημιουργηθούν ιδανικές συνθήκες στον ιδανικό χώρο για διεξαγωγή συζήτησης στο πλαίσιο εμπιστευτικότητας και ιδιωτικότητας ώστε το παιδί να νιώσει ασφάλεια.
- θα πρέπει να δοθεί ιδιαίτερη προσοχή στο παιδί. Κάθε τι περίεργο που ακούμε από το παιδί ακόμα και αν αυτά που λέει δεν ισχύουν, είναι σημαντικό να δείξουμε πως το πιστεύουμε, έτσι ώστε να μπορέσει να συνεχίσει να μας μιλάει. Κάθε τι που αποκαλύπτει είναι ιδιαίτερα σημαντικό τόσο για το ίδιο το παιδί, όσο και για το περιστατικό σεξουαλικής κακοποίησης. Ο χρόνος που αφιερώνεται στο παιδί θα πρέπει να είναι όσος χρειάζεται προκειμένου να εκφραστεί. Ωστόσο, είναι σημαντικό να του δείχνουμε πως είμαστε εκεί για εκείνο, πως μπορούμε να το στηρίξουμε και να το βοηθήσουμε
- καθώς το παιδί είναι ιδιαίτερα ευάλωτο, όποια κι αν είναι η ηλικία του, θα πρέπει να προσεγγίζεται με προσοχή και σεβασμό. Θα πρέπει να του δείχνουμε κατανόηση για το πόσο δύσκολο είναι αυτό που κάνει και προσπαθούμε να αντιμετωπίσουμε τις όποιες αντιδράσεις του ως φυσιολογικές. Με την πρώτη ευκαιρία του ανοίγουμε μια γενική συζήτηση η οποία μπορεί να οδηγήσει σε μια πιθανή αποκάλυψη. Είναι σημαντικό να το ρωτήσουμε ευθέως, με τρόπο κατανοητό και αν υποπτευόμαστε να το ρωτήσουμε ξεκάθαρα. Οι λόγοι ποικίλουν για το λόγο που το παιδί δε μίλησε νωρίτερα
- για να συνεχίσει το παιδί να μας μιλά, θα πρέπει ό,τι κι αν ακούμε να είμαστε ψύχραιμοι και να ακούμε με ενδιαφέρον
- θα πρέπει να ακούμε με ιδιαίτερη προσοχή το παιδί και να κρατάμε ουδέτερη στάση, καθώς έχει αναπτύξει ιδιαίτερη σχέση με τον δράστη και πολύ πιθανό να φοβάται να μιλήσει, για να μην κινδυνεύσει ο δράστης. Προσπαθούμε να αποφεύγουμε φράσεις που πολύ πιθανόν να κάνουν το παιδί να σκεφτεί πως το κρίνουμε (όπως, «Γιατί δε μίλησες πιο νωρίς;», «Γιατί, δέχτηκες το δώρο του;» και άλλα). Προσπαθούμε για όσο βρισκόμαστε μαζί με το παιδί να «μπούμε» στη θέση του, λαμβάνοντας υπόψη το στάδιο ανάπτυξης του παιδιού έτσι ώστε να μπορέσουμε να αντιληφθούμε τυχόν περιορισμούς, που μπορεί να αντιμετωπίζει το παιδί, με αποτέλεσμα να μπορέσουμε να ανταποκριθούμε ανάλογα. Ακούμε το παιδί και μιλάμε πολύ λίγο. Ενώ, όταν επιλέξει να μιλήσει, εκφραζόμαστε με τρόπο υποστηρικτικό και καθησυχαστικό και όχι με ερωτήσεις. Επίσης, ακούμε χωρίς να κάνουμε υποθετικές σκέψεις, για το αν υπέστη κακοποίηση ή όχι. Σημαντικό είναι να ληφθεί υπόψη πως τα λεγόμενα του παιδιού μπορεί να είναι αντιφατικά. Γι’ αυτό θα πρέπει να αναφέρουμε το γεγονός χωρίς να μπούμε στη διαδικασία διερεύνησης του περιστατικού. Αφήνοντας τα αποτελέσματα διερεύνησης στα κατάλληλα εκπαιδευμένα άτομα
- οι αντιδράσεις του παιδιού θα πρέπει να αντιμετωπίζονται ως φυσιολογικές και αναμενόμενες
- θα πρέπει να το καθησυχάζουμε λέγοντας του πως δεν ευθύνεται/φταίει γι’ αυτό που συνέβη
- διαβεβαιώνουμε το παιδί πως έκανε το σωστό που ανέφερε το γεγονός
- αποφεύγουμε τις περαιτέρω ερωτήσεις ή διάγνωση / αξιολόγηση προκειμένου να αντλήσουμε πληροφορίες και να καταλήξουμε σε τελικά συμπεράσματα. Ωστόσο, υποψιαζόμαστε το ότι μπορεί να έχει κακοποιηθεί και πως πρέπει να διερευνηθεί από κάποιον ειδικό
- διαβεβαιώνουμε το παιδί πως είμαστε στη διάθεση του για ό,τι χρειαστεί στη συνέχεια
- ενημερώνουμε το παιδί για κάθε τι που θα ακολουθήσει στη συνέχεια με τις απαραίτητες πληροφορίες. Ωστόσο, το διαβεβαιώνουμε πως αυτές οι ενέργειες στοχεύουν στην ασφάλεια και προστασία του
- καταγράφουμε τα σημαντικά γεγονότα αναφέροντας πρόσωπα, ώρα και ημερομηνία, συμπεριφορές ατόμων και οτιδήποτε άλλο θεωρεί σημαντικό. Καταγράφεται, επίσης, κάθε όνομα που αναφέρει το παιδί ή που ήταν παρόν ή είδε ή άκουσε κάτι σχετικά με το περιστατικό. Επιπλέον, θα πρέπει να σημειώνει κάθε παρατήρηση σχετικά με τη φυσική κατάσταση του παιδιού (για παράδειγμα, εάν το παιδί είναι χλωμό, τρέμει και άλλα.). Οι πληροφορίες που γράφει θα πρέπει να είναι εύστοχες και πολύ συγκεκριμένες
- η αντίληψη του χρόνου, οι φράσεις και οι ορολογίες που αντιλαμβάνονται τα μικρά παιδιά διαφέρουν από τις δικές μας. Γι’ αυτό το ενθαρρύνουμε να εκφραστεί όπως μπορεί, με τα δικά του λόγια, μιλώντας με τη σειρά μας με απλό και κατανοητό τρόπο
- κάνουμε στο παιδί ερωτήσεις, ανάλογα με το επίπεδο ανάπτυξης του, με διακριτικό τρόπο. Αν χρειαστεί βοηθάμε το παιδί να μιλήσει (για παράδειγμα το ρωτάμε «Σε άγγιξε σε μέρος που δε σου άρεσε/που απαγορεύεται ή που σε έκανε να νιώσεις άβολα;», «Σου ζήτησε κάποιος να κρατήσεις κάτι μυστικό;»)
- σε περίπτωση που το παιδί (καθώς αναφέρει το γεγονός) φορτιστεί συναισθηματικά του δίνουμε χρόνο, αφήνοντας το να συνεχίσει να μιλά όταν θα είναι έτοιμο
- προσπαθούμε να τηρήσουμε την εχεμύθεια και συζητάμε μόνο με τα άτομα που εμπλέκονται στις διαδικασίες το τι ακούσαμε
- τέλος, λέμε στο παιδί πως είμαστε υποχρεωμένοι να σπάσουμε την εχεμύθεια και του τεκμηριώνουμε για ποιο λόγο θα γίνει αυτό. Ωστόσο, του παραθέτουμε κάθε σημαντική πληροφορία για το τι θα ακολουθήσει.
Προτεινόμενη βιβλιογραφικές αναφορές
Αβραμίκα, Μ., Λαφαζάνη, Π. & Στεφανούδη, Ε. (2013). Παιδική κακοποίηση και παρεμβάσεις. Επιστημονικά Χρονικά. 18(3):146-151.
Αθανασοπούλου, Ε. (2013). Σεξουαλική κακοποίηση Χρήσιμες πληροφορίες για εκπαιδευτικούς. Publish City: Θεσσαλονίκη.
Γιωτάκος, Ο., Τσιλιακού, Μ. & Τσίτσικα, Α. (2011). Κακοποίηση παιδιού και εφήβου, ανίχνευση, αντιμετώπιση, πρόληψη. Αθήνα: Πεδίο.
Πρεκατέ, (2008). Η κακοποίηση του παιδιού στο σχολείο και την οικογένεια. Αθήνα: Βήτα.
Πρεκατέ, Β., & Γιωτάκος, Ο. (2005). Οδηγός Εκπαιδευτικών & Γονέων για την Ανίχνευση της Παιδικής Κακοποίησης. Αθήνα: Βήτα Ιατρικές.
Τσιλιάκου & Τσίτσικα, Α. (2011). Κακοποίηση παιδιού και εφήβου: Ανίχνευση, αντιμετώπιση, πρόληψη. Αθήνα: Πεδίο.
Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού. (2017). Εγχειρίδιο Εκπαιδευτικού για αναγνώριση και διαχείριση περιστατικών σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών. Α’ έκδοση: Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού Παιδαγωγικό Ινστιτούτο Κύπρου Υπηρεσία Ανάπτυξης Προγραμμάτων.